απόνιψη — To πλύσιμο των χεριών των καθολικών και των ορθόδοξων ιερέων πριν από τη Θεία Λειτουργία και κατά την προετοιμασία των τιμίων δώρων. Γίνεται στο ιερό του ναού, σε ειδική κόγχη που ονομάζεται χωνευτήριο. Για τους επισκόπους η α. τελείται σε άλλο… … Dictionary of Greek
ποδονιψία — η, Ν εκκλ. η νίψη τών ποδών τών προσκυνητών ή επισκεπτών μοναστηριού από τους μοναχούς, δώδεκα μοναχών από τον ηγούμενο μοναστηριού κατά τη Μεγάλη Πέμπτη, δώδεκα πτωχών από τον επίσκοπο σε ορισμένες περιοχές τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
χέρνιμμα — τὸ, Α [χερνίπτω, ομαι] η νίψη τών χεριών για καθαρμό … Dictionary of Greek
χερνιβόξεστο — το / χερνιβόξεστον, ΝΜ εκκλ. μικρή λεκάνη για νίψη τών χεριών πρεσβυτέρου ή επισκόπου πριν από την πρόθεση τών Τιμίων Δώρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρνιψ, ιβος «νερό για το πλύσιμο τών χεριών» + ξέστης «υδρία, στάμνα, κανάτι»] … Dictionary of Greek