νίψῃ

νίψῃ
νί̱ψῃ , νίφω
aor subj mid 2nd sg
νί̱ψῃ , νίφω
aor subj act 3rd sg
νί̱ψῃ , νίφω
fut ind mid 2nd sg
νίψηι , νίψις
washing
fem dat sg (epic)
νίζω
wash the hands
aor subj mid 2nd sg
νίζω
wash the hands
aor subj act 3rd sg
νίζω
wash the hands
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απόνιψη — To πλύσιμο των χεριών των καθολικών και των ορθόδοξων ιερέων πριν από τη Θεία Λειτουργία και κατά την προετοιμασία των τιμίων δώρων. Γίνεται στο ιερό του ναού, σε ειδική κόγχη που ονομάζεται χωνευτήριο. Για τους επισκόπους η α. τελείται σε άλλο… …   Dictionary of Greek

  • ποδονιψία — η, Ν εκκλ. η νίψη τών ποδών τών προσκυνητών ή επισκεπτών μοναστηριού από τους μοναχούς, δώδεκα μοναχών από τον ηγούμενο μοναστηριού κατά τη Μεγάλη Πέμπτη, δώδεκα πτωχών από τον επίσκοπο σε ορισμένες περιοχές τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • χέρνιμμα — τὸ, Α [χερνίπτω, ομαι] η νίψη τών χεριών για καθαρμό …   Dictionary of Greek

  • χερνιβόξεστο — το / χερνιβόξεστον, ΝΜ εκκλ. μικρή λεκάνη για νίψη τών χεριών πρεσβυτέρου ή επισκόπου πριν από την πρόθεση τών Τιμίων Δώρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρνιψ, ιβος «νερό για το πλύσιμο τών χεριών» + ξέστης «υδρία, στάμνα, κανάτι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”